das Wörterbuch griechisch Minus norwegisch

ελληνικά - Norsk

ντροπαλός Norwegisch:

1. blyg blyg



Norwegisch Wort "ντροπαλός"(blyg) tritt in Sätzen auf:

Επίθετα προσωπικότητας στα νορβηγικά