das Wörterbuch norwegisch Minus griechisch

Norsk - ελληνικά

NETTVERK Griechisch:

1. ΔΙΚΤΥΟ


Το σιδηροδρομικό δίκτυο στην χώρα μου είναι πολύ κακό, οπότε όλοι παίρνουν λεωφορείο.