das Wörterbuch türkisch Minus griechisch

Türkçe - ελληνικά

silecek Griechisch:

1. καθαριστής



Griechisch Wort "silecek"(καθαριστής) tritt in Sätzen auf:

Τα μέρη του αυτοκινήτου στα τουρκικά