das Wörterbuch chinesisch Minus griechisch

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

母亲 Griechisch:

1. μητέρα μητέρα


Βοήθησα την μητέρα μου να πλύνει τα πιάτα.
Η μητέρα της μένει μόνη της στην ύπαιθρο.

Griechisch Wort "母亲"(μητέρα) tritt in Sätzen auf:

Μέλη της οικογενειας στα κινέζικα